- ἐπιτιθέντες
- ἐπιτιθέντεςἐπιτίθημιlay: pres part act masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐπιτιθέντες — ἐπιτίθημι lay pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
STAPES et STAPIA — STAPES, et STAPIA vox recens, a stando et pes, Graece Ἀναβολἐυς, Item Ἐγκεντρὶς; Lipsius subicem pedaneum vocat: Recens inventum est, uti discimus ex Polydoro Virgilio de Rer. Inventoribus l. 3. c. 18. Est et illud novum inventum, in quo uterque… … Hofmann J. Lexicon universale
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek
ερετμώ — ἐρετμῶ, όω (Α) [ερετμόν] 1. εφοδιάζω με κουπιά («χεῑρας ἐρετμώσαντες» επιτιθέντες με τα κουπιά στα χέρια, Ορφ.) 2. διασχίζω κωπηλατώντας, διέρχομαι διά μέσου («ἠερίους κεκεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλως», Νόνν.) 3. φρ. α) «χεῑρας ἐρετμῶ» χρησιμοποιώ τα… … Dictionary of Greek